-
1 παραδύομαι
Aπαραδέδῡκα Aeschin.3.37
:—creep, slink, or steal past,ταῦτα δ' ἐγὼν αὐτὸς τεχνήσομαι.., στεινωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι Il.23.416
;ἐκδρᾶσα παρέδυν Ar.Ec.55
.2 creep or steal in,ἐς τὰν ἀκοάν Archyt.1
; ; , cf. Arist.Pol. 1307b32;ἃ φυλακτέον ὅπως μὴ λήσει εἰς τὴν πόλιν παραδύντα Pl.R. 421e
, cf. Aeschin. l. c.;π. ἐπί τι D.22.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδύομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский